- ῥύμβων
- ῥόμβοςbull-roarermasc gen plῥύμβοςbull-roarermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυμβών — όνος, ἡ, Α (για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα ών, όνος (πρβλ. ἀγκ ών)] … Dictionary of Greek
ρυμβονώ — και ῥεμβονῶ, άω, Α 1. περιστρέφω και εκσφεδονίζω, ρίχνω κάτι μακριά με δύναμη και ορμή 2. μτφ. κατασπαταλώ, καταξοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυμβών, όνος. Το ε τού τ. ῥεμβονῶ κατά τον φωνηεντισμό τού ῥέμβομαι] … Dictionary of Greek